χροιά

χροιά
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. χρόα και επικ. και ιων. τ. χροιή Α
1. χρώμα, χρωματισμός (α. «αυτό το πλακάκι έχει παράξενη χροιά» β. «αἱ χρόαι ἅπασαι μεμιγμέναι ἐκ τριῶν, τοῡ φωτός, καὶ δι' ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων», Αριστοτ.)
2. (λόγιος τ.) επιδερμίδα (α. «ερύθημα αιδούς επεχύθη επί τής απαλής χροιάς της», Καλλιγ.
β. «ἡ βαφὴ τῆς χρόας ἐνάερον καὶ ἀχλυώδη ποιοῡσα τὴν ἐπιφάνειαν», Πλούτ.)
3. μτφ. μουσ. το ποιόν τού ήχου, που καθιστά δυνατή τη διάκριση δύο ή περισσότερων ήχων με την ίδια οξύτητα και ένταση, αλλά με διαφορετική προέλευση, ηχόχρωμα
νεοελλ.
1. απόχρωση
2. μτφ. μορφή, χαρακτήρας (α. «πολιτική χροιά» β. «τα λόγια του είχαν χροιά προσταγής»)
μσν.-αρχ.
το χρώμα τής ανθρώπινης επιδερμίδας, τού δέρματος
αρχ.
1. το δέρμα
2. το ανθρώπινο σώμα
3. (στους Πυθαγορείους) η επιφάνεια κάθε σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χροιή /χροιά έχει σχηματιστεί από το θ. *χροFοσ- τής λ. χρώς «χρώμα, επιδερμίδα» με κατάλ. -ιᾱ (πρβλ. ῥοιά / ῥοιή / ῥόα), με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -F- και -σ- και υφαίρεση: *χροFoσ-ια > *χρο-ο-ια > χροιά (για τη μορφή τού θ. και τον σχηματισμό βλ. και λ. χρώς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χροιά — χροιά̱ , χροιά sign. fem nom/voc/acc dual (ionic) χροιά̱ , χροιά sign. fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιᾷ — χροιά sign. fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιά — η 1. χρώμα, απόχρωση: Είναι κίτρινη η χροιά του προσώπου του. 2. μορφή, χαρακτήρας: Τα λόγια του είχαν χροιά υποχώρησης και συμβιβασμού. 3. απόχρωση ήχου, το ποιόν του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χροιᾶι — χροιᾷ , χροιά sign. fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιάν — χροιά̱ν , χροιά sign. fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιάς — χροιά̱ς , χροιά sign. fem acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόαι — χροιά sign. fem nom/voc pl (attic) χρόᾱͅ , χροιά sign. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιαῖς — χροιά sign. fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιαῖσιν — χροιά sign. fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χροιαί — χροιά sign. fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”